Εκτύπωση

23 Δεκεμβρίου 2020

Εμβρόντητοι οι αμπελουργοί, καλούνται από την ΑΑΔΕ να πληρώσουν φόρο για την αναδιάρθρωση των αμπελώνων


Μια απρόσμενη ειδοποίηση από την ΑΑΔΕ έλαβαν οι δικαιούχοι (κυρίως αμπελουργοί), οι οποίοι υλοποίησαν το 2019 προγράμματα Αναδιάρθρωσης και μετατροπής αμπελώνων, εισπράττοντας παράλληλα την προβλεπόμενη ενίσχυση από τον ΟΠΕΚΕΠΕ.

Στο σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η ΑΑΔΕ αναφέρεται σε όσους εισέπραξαν επιδοτήσεις (εκτός των άλλων και για την αναδιάρθρωση αμπελώνων) άνω των 5.000 € , με το οποίο τους καλεί να ενταχθούν στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ ως οφείλουν βάσει του άρθρου 47 του ν. 4410/2016.

Μάλιστα τους ενημερώνει ότι οφείλουν να προβούν άμεσα:

1. σε υποβολή δήλωσης έναρξης/μεταβολής εργασιών φυσικού προσώπου (έντυπο Μ2) κατά περίπτωση, στο Τμήμα Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης (Μητρώου) της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.

2. στην εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω έναρξη/μεταβολή όπως υποβολή δηλώσεων Φ.Π.Α. κ.λπ.

Με το μήνυμά της αυτό η ΑΑΔΕ, εξομοιώνει την ενίσχυση που λαμβάνουν οι δικαιούχοι για την αναδιάρθρωση του αμπελώνα τους, που τυπικά και ουσιαστικά αφορά ενίσχυση καθαρά επενδυτικού χαρακτήρα ,με εισοδηματική ενίσχυση. Το αποτέλεσμα αυτής της αντιμετώπισης είναι να προκύπτει, όχι μόνο υποχρέωση τήρησης βιβλίων Β΄ κατηγορίας και ένταξη στο κανονικό από το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, αλλά και φόρος εισοδήματος με βάση τη σχετική φορολογική κλίμακα, καθώς και πρόστιμα λόγω μη έκδοσης τιμολογίων.

Η ΚΕΟΣΟΕ διερεύνησε μέσω ΟΠΕΚΕΠΕ το θέμα που δημιουργήθηκε για πρώτη φορά φέτος, αφού τα προγράμματα αναδιάρθρωσης και μετατροπής αμπελώνων εφαρμόζονται στη χώρα μας από το 2001 κατ’ εφαρμογή των κοινοτικών κανονισμών και ήδη μεριμνά ώστε να γνωστοποιηθεί και να επιλυθεί το πρόβλημα ,που επιφέρει αδικαιολόγητα μεγάλη και όχι μόνο οικονομική επιβάρυνση στους δικαιούχους. Εκτός αυτού είναι βέβαιος ο κίνδυνος ,ότι εάν συνεχισθεί η αντιμετώπιση της ενίσχυσης της αναδιάρθρωσης ως εσόδου και όχι ως επένδυσης , από την ΑΑΔΕ, η οπτική αυτή θα αποθαρρύνει έως θα απαγορεύσει στους αμπελουργούς να προβαίνουν σε αναδιάρθρωση του ελληνικού αμπελώνα, με ολέθριες συνέπειες για τον κλάδο.

Σύμφωνα με την ΠΟΛ.1201/2016 «Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 47 του ν.4410 /2016 σχετικά με το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, και παροχή σχετικών διευκρινίσεων» ,που επικαλείται η ΑΑΔΕ ,αναφέρεται :

« Στον προσδιορισμό του ορίου των 5.000 ευρώ από επιδοτήσεις, από 01.01.2017 και εφεξής, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό επιδοτήσεων ή ενισχύσεων κάθε μορφής που πράγματι καταβλήθηκε στον αγρότη εντός του προηγούμενου φορολογικού έτους, έστω και αν στο ποσό αυτό περιέχονται και ποσά επιδοτήσεων ή ενισχύσεων που αφορούν άλλα φορολογικά έτη (χρήσεις).

Διευκρινίζεται ότι στο ποσό των επιδοτήσεων, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ποσό επιδότησης ή ενίσχυσης καταβλήθηκε στον αγρότη, όπως πράσινη ενίσχυση, βασική ενίσχυση, ενίσχυση για γεωργούς νεαρής ηλικίας, συνδεδεμένες ενισχύσεις, εξισωτική, ειδική ενίσχυση για το βαμβάκι κ.λ.π.

Δεν θεωρούνται επιδοτήσεις ή ενισχύσεις και δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ορίου των 5.000 ευρώ, οι κάθε είδους ενισχύσεις από το κράτος για την πραγματοποίηση επενδύσεων, καθώς και οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τον ΕΛΓΑ.

Συνεπώς, για να κριθεί το καθεστώς ενός αγρότη την 1.1.2017, λαμβάνεται υπόψη το ποσό των επιδοτήσεων που πράγματι έλαβε ο αγρότης εντός του 2016, ακόμη κι αν πρόκειται για ποσά που ανάγονται σε παλαιότερα έτη (π.χ. 2014, 2015 κλπ)».

Άλλωστε «Επένδυση» σύμφωνα με την οικονομική ορολογία είναι κάθε υλικό, διαρκές, παραγωγικό αγαθό που δεν καταναλώνεται με τη χρησιμοποίηση του, αλλά συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικής υποδομής μιας χώρας/επιχείρησης. Συμβάλλει δηλαδή στη δημιουργία νέου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (νέα κτίρια, νέες εγκαταστάσεις, νέος μηχανολογικός εξοπλισμός, επεκτάσεις του προϋπάρχοντος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού).

Αν και η ένταξη των ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση των αμπελώνων στο καθεστώς των επενδύσεων θα ήταν μια εφικτή λύση για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα, δεν είναι ενδεδειγμένη δεδομένου ότι αν υπαχθεί η ενίσχυση στο καθεστώς των επενδύσεων, απαιτείται η έκδοση και κατάθεση τιμολογίων αγοράς και δαπανών , βάσει των οποίων θα καταβληθεί η ενίσχυση, καθώς και θα απαιτείται η έκδοση ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας, δικαιολογητικά που είναι αμφίβολο εάν μπορούν να εκδόσουν πολλοί αγρότες.

Σήμερα η ενίσχυση της αναδιάρθρωσης καταβάλλεται με κατ’ αποκοπήν ποσά και το ύψος της συναρτάται με την περιοχή που βρίσκεται ο αμπελώνας που αναδιαρθρώνεται , καθώς και με τον αριθμό των στρεμμάτων που αναδιαρθρώνονται. Το ότι τα κατ ’αποκοπή ποσά καταβάλλονται ανάλογα με το πλήθος των στρεμμάτων που αναδιαρθρώνονται έχει πιθανόν σαν αποτέλεσμα να θεωρείται από την ΑΑΔΕ η ενίσχυση ως στρεμματική ενίσχυση και όχι ως ενίσχυση επενδυτικού χαρακτήρα όπως πράγματι είναι ,αφού η αγορά φυτών ,η υποστύλωση, κλπ, που αφορούν τις δράσεις της αναδιάρθρωσης αμπελώνων έχουν προοπτική πολυετούς χαρακτήρα ,όπως άλλωστε και η ίδια η καλλιέργεια.

Αιτιάσεις της μορφής ότι θεωρείται εισοδηματική ενίσχυση και όχι ενίσχυση επενδύσεων επειδή πληρώνεται στον Αγρότη χωρίς να ζητούνται ως δικαιολογητικά ανάλογα τιμολόγια, δεν ευσταθεί αφού από την εθνική νομοθεσία προβλέπονται λεπτομερείς και αυστηροί επιτόπιοι και διοικητικοί έλεγχοι πριν και μετά την πραγματοποίηση της αναδιάρθρωσης.

Είναι συνεπώς αναγκαίο να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με τη θέσπιση νέας διάταξης, η οποία θα διακρίνει την ενίσχυση από τις υπόλοιπες επενδύσεις, ώστε να μην απαιτούνται οι προβλεπόμενες για τις επενδύσεις προϋποθέσεις, αλλά και σαφώς θα την διακρίνει από τις εισοδηματικές στρεμματικές ενισχύσεις που λαμβάνουν ως επιδότηση οι αγρότες ( όπως η Βασική και η Πράσινη Ενίσχυση, η ενίσχυση νέων γεωργών, η συνδεδεμένη ενίσχυση, η εξισωτική ενίσχυση, κλπ.).

Η διάκριση αυτή θα πρέπει να ενταχθεί και στις διαδικασίες διασταύρωσης των αρχείων που αποστέλλει ο ΟΠΕΚΕΠΕ ,προκειμένου να ελέγχονται τα όρια υπαγωγής των αγροτών στο ειδικό ή κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.