Εκτύπωση

20 Φεβρουαρίου 2014

Μακροοικονομική ανάλυση των στατιστικών στοιχείων του OIV από την ΚΕΟΣΟΕ

Τη συνολική διάρθρωση της παγκόσμιας αμπελοοινικής οικονομίας αναλύει η ΚΕΟΣΟΕ μέσω των στοιχείων του OIV που παρατέθηκαν στις 14 Φεβρουαρίου στη συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Ομάδας Οίνου στις Βρυξέλλες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του τμήματος Στατιστικής του OIV οι παγκόσμιες εκτάσεις με αμπελοκαλλιέργεια, μειώθηκαν από το 1995 έως το 2013 από 7.802 mha σε 7.475 mha, μείωση της τάξης του 4%. Η μόνη ήπειρος που κατέγραψε μείωση είναι αυτή της Ευρώπης (μείωση της τάξης των 500.000 ha εκ των οποίων 269.000 ha εκριζώθηκαν με πριμοδότηση 2008-2011), ενώ η Ασία, η Αμερική, η Αφρική και η Ωκεανία κατέγραψαν ελαφρά αύξηση.

Η πρόβλεψη της παγκόσμιας παραγωγής για το 2013 εκτιμάται στα 281 Mhl (281.000.000 hl), παραγωγή που κατατάσσεται δεύτερη σε ύψος από το 2000 (2004 / 293 Mhl) και είναι κατά 9% αυξημένη σε σύγκριση και το ιστορικό χαμηλό της προηγούμενης χρονιάς (2012 / 258 Mhl). Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ η Ευρώπη μείωσε την επιφάνεια των αμπελώνων της καταγράφει σχετική αύξηση της παραγωγής γεγονός που σηματοδοτεί την αύξηση των μέσων αποδόσεων του ευρωπαϊκού αμπελώνα μέσω των προγραμμάτων αναδιάρθρωσης.

Η χώρα μας κατατάσσεται στη δωδέκατη θέση παγκοσμίως από άποψη όγκου παραγωγής με 3.700 mhl, ενώ προηγούνται η Ιταλία (44.900 mhl), η Γαλλία (42.300 mhl), η Ισπανία (40.000 mhl τη στιγμή που η Commission παρουσίασε πρόβλεψη 50.000 mhl!!! ), οι ΗΠΑ (22.000 mhl), η Αργεντινή (14.984 mhl), η Αυστραλία (13.500 mhl), η Χιλή (12.821 mhl), η Ν. Αφρική (10.954 mhl), η Γερμανία (9.011 mhl), η Πορτογαλία (6.740 mhl) και η Ρουμανία (5.938 mhl). Η ΕΕ εξακολουθεί να καλύπτει τα 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής, παρ’ ότι ο αμπελώνας των χωρών εκτός ΕΕ παρουσιάζει ελαφρά αύξηση, ενώ οι κύριες παραγωγές χώρες παγκοσμίως παρουσίασαν αύξηση το 2013 από 2%-23%.

Την ίδια πορεία με την παραγωγή παρουσίασε και η κατανάλωση, αντανακλώντας την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης, στο ύψος των 248 Mhl (2012 / 240 Mhl) με χρονιά ορόσημο το 2007 όπου η παγκόσμια κατανάλωση ανήλθε στα 255 Mhl. Αξιοσημείωτο είναι το ότι από το 2009 και μετά η κατανάλωση παρουσιάζει μικρή αλλά σταθερή αύξηση, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι νέοι καταναλωτές οίνου είναι περισσότερο «σταθεροί» σε σύγκριση με το παρελθόν που παρουσιάζονταν έντονες διακυμάνσεις.

Το 2013 είναι η μοναδική χρονιά από το 2004 όπου διαφαίνεται ένα διαρθρωτικό πλεόνασμα 35,7 Mhl, ποσότητα που αναμένεται να καλύψει βιομηχανικές χρήσεις (brandy, ξυδι, βερμούτ, κλπ). Για μια ακόμη χρονιά συνεχίζεται η μείωση της κατανάλωσης στις οινοπαραγωγές χώρες, ενώ αντίστοιχα οι καταναλώτριες χώρες αυξάνουν τους ρυθμούς κατάναλωσης.

Όσον αφορά τις παγκόσμιες συναλλαγές, η σχετικά μικρότερη προσφορά των προηγούμενων ετών, εξακολουθεί να ωθεί ανοδικά τις μέσες τιμές των οίνων καθώς και τον όγκο των συναλλαγών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2013 η παγκόσμια αγορά σε επίπεδο συναλλαγών μειώθηκε περαιτέρω όσον αφορά τους όγκους στα 98,07 Μhl (2012 / 99,03 Mhl, 2010 / 100,73 Mhl), ενώ η αξία των συναλλαγών καλπάζει στα 25,6 δις € (2000 / 13,7 δις €, 2012 / 25.290 δις €) ωθώντας τις μέσες τιμές σε συνεχή αύξηση από το 2000 (2013 / 2,61 € / lt, 2012 / 2,55 € / lt, 2000 / 2,27 € / lt).

Οι χώρες της Ευρώπης κατατάσσονται πρωταθλήτριες στις εξαγωγές (Γαλλία / +3%, Ιταλία / +7,2%, Ισπανία / +3%, Γερμανία / +1,7%, Πορτογαλία / +4,5%) καλύπτοντας το 70% των παγκόσμιων εξαγωγών, ενώ από το Ν. Ημισφαίριο αναπτυσσόμενους εξαγωγικούς ρυθμούς καταγράφουν, η Αυστραλία (+0,9%), η Χιλή (+8,6%) και οι ΗΠΑ (+10%).

Αντίθετα με την αύξηση σε αξία, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι καταγράφεται, μείωση των εξαγόμενων όγκων για την Ιταλία (-5,6%) για την Ισπανία (-23%), ενώ αξιοσημείωτη αύξηση καταγράφουν η Χιλή (+20,3%) και η Ν. Αφρική (+27,5%) γεγονός που υποδηλώνει ότι σε κάθε συγκυριακή μείωση λόγω καιρικών συνθηκών (2012) της παραγωγής στην Ευρώπη, οι χώρες του Ν. Ημισφαιρίου αναπληρώνουν αυτόματα το κενό προσφοράς που δημιουργείται, μειώνοντας ωστόσο τις τιμές.

Με δεδομένο ότι η αύξηση σε όρους αξίας είναι έναντι των όγκων σταθερή, οι εμφιαλωμένοι και οι αφρώδεις οίνοι κρατούν τα σκήπτρα του παγκόσμιου εμπορίου με ποσοστό 88,38% ενώ το εμπόριο των χύδην οίνων παραμένει γύρω στο 10-12% ετησίως κατέχοντας όμως το 37,54% των διακινούμενων όγκων.

Πρώτη πλέον εισαγωγός χώρα οίνων (ξεπέρασε το 2013 το Ηνωμένο Βασίλειο) οι ΗΠΑ με τρίτη τη Γερμανία, ενώ ακολουθούν ο Καναδάς, η Κίνα και η Ιαπωνία που εισάγουν σε αξία περισσότερο του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Την πλέον γρήγορη ανάπτυξη εισαγωγών παρουσιάζουν ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Πολωνία και η Λιθουανία, ενώ στις ευρωπαϊκές αγορές οι ρυθμοί εισαγωγών επιβραδύνονται, παρ’ ότι αντιπροσωπεύουν σε αξία το 50% των παγκόσμιων εισαγωγών.