Εκτύπωση
PDF

10 Δεκεμβρίου 2010

Τζ. Καραμίχας στην Γ.Σ. της ΠΑΣΕΓΕΣ:

"Πρέπει να δούμε τα πράγματα από μηδενική βάση, να δούμε συλλογικά και όχι ατομικά και το πιο βασικό να παράγουμε πλούτο και δη προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η κρίση στον αγροτικό τομέα προϋπήρξε της γενικότερης οικονομικής κρίσης που βιώνουμε. Έλλειμμα παιδείας της κοινωνίας απέναντι στους αγροτικούς συνεταιρισμούς.
Η περίοδος της βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο φαίνεται να μην έχει τέλος. Η ανοχή και η αντοχή του κόσμου άγγιξε τα όριά της και πολύ φοβούμαι ότι βρισκόμαστε στον προθάλαμο κοινωνικών εκρήξεων".

Το κλίμα που επικρατεί σήμερα στους εργαζόμενους, στους μικροεπαγγελματίες και στους αγρότες είναι ο φόβος και η αγωνία επιβίωσης για το σήμερα, η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια και η απαισιοδοξία για το αύριο.
Αυτό που με κάνει όμως να ανησυχώ δραματικά είναι το γεγονός ότι κανείς πλέον δεν εμπιστεύεται κανένα, οι πάντες κατηγορούν τους πάντες και όλοι είναι, ή είμαστε έτοιμοι να παραδώσουμε τον οποιοδήποτε στη δημόσια πυρά, ακόμη και αν δεν γνωρίζουμε καλά το λόγο. Και δυστυχώς φαίνεται να μην υπάρχουν φρέσκες πολιτικές και κοινωνικές εφεδρείες, ικανές να αναλάβουν να διαχειριστούν την κρίση. Είμαστε  υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε, ν’ αλλάξουμε, να επιβιώσουμε. Για αυτό και πιστεύω ακράδαντα, ότι οι σημερινές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, είναι υποχρεωμένες να προχωρήσουν, να αλλάξουν πολλά πράγματα προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωση της χώρας.
Η σημερινή παρέμβασή μου προβλέπεται να αναπτυχθεί σε τρεις άξονες. Ο πρώτος αφορά στις εξελίξεις στην αγροτική οικονομία, για να δούμε που βρίσκεται και που κατευθυνόμαστε. Ο δεύτερος άξονας της ομιλίας μου θα αφορά στην αγορά, έτσι ώστε να προσδιορίσουμε τι πρέπει να γνωρίζουμε  όταν μιλάμε για την αγορά και ο τρίτος άξονας αφορά στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, ώστε να αναφερθούμε στο τι πρέπει να γίνει
Ωστόσο, πριν αναφερθώ στα θέματα αυτά θέλω να καταθέσω κάποιες σκέψεις σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία πρώτα από όλα και πάνω από όλα είναι μία βαθύτατα πολιτική κρίση. Και αυτό γιατί το πολιτικό σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στη χώρα μας δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τους αναγκαίους εκείνους πολιτικούς όρους και τις προϋποθέσεις πριν την είσοδο στη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Έτσι, τρέχει τώρα πίσω από τις εξελίξεις.
Έπρεπε λοιπόν να έχουν προϋπάρξει της παγκοσμιοποίησης οι πολιτικοί όροι εκείνοι της συμφωνίας για το εμπόριο, αλλά και οι τρόποι εφαρμογής της στις χώρες που επιθυμούσαν να συμμετέχουν σε ένα παγκοσμιοποιημένο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, θέτοντας ορισμένες βασικές πολιτικές προϋποθέσεις όπως:
α) Ύπαρξη Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας
β) Ύπαρξη κοινωνικών συστημάτων ευρωπαϊκού τύπου (ασφάλιση, υγεία, περίθαλψη, παιδεία, κοινωφελείς παροχές).
γ) Ύπαρξη Δημοκρατικών Συστημάτων ενδιάμεσων θεσμών, όπως η τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση.
Προχώρησαν έτσι οι εμπορικές συμφωνίες μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αμερικής και άλλων Ομάδων χωρών, έχοντας μόνο ένα φορέα και ρυθμιστή τους, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, με μοναδικό σκοπό τη χαλάρωση των οικονομικών συνόρων, προκειμένου να αυξήσει τα κέρδη του το παγκόσμιο οικονομικό κεφάλαιο.
Θέσαμε λοιπόν σε ένα παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό ανόμοια, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά συστήματα. Με αποτέλεσμα, αντί να τραβήξει η αναπτυγμένη δύση τις υπανάπτυκτες χώρες της Ασίας και της Αφρικής στο ευρωπαϊκό και γενικότερα στο δυτικό κεκτημένο και βιοτικό επίπεδο να σύρεται ο ευρωπαίος εργαζόμενος για να εξισωθεί προς τα κάτω, να αποκτήσει το υπανάπτυκτο επίπεδο ζωής ορισμένων ασιατικών και αφρικανικών χωρών. Και όλα αυτά έγιναν γιατί για δεκαετίες ολόκληρες η σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, έγειρε με δραματικό τρόπο υπέρ της δεύτερης. Σήμερα, είναι ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά η σχέση αυτή να αλλάξει. Να αλλάξει υπέρ της πολιτικής εξουσίας και να αναζητήσουμε γρήγορα ένα άλλο μοντέλο παγκοσμιοποίησης, που θα χαρακτηρίζεται κυρίως από έναν πολιτικό νεοπροστατευτισμό.
Ας έρθω τώρα στα βασικά ζητήματα της ομιλίας μου.
1. Αγροτική οικονομία
Έχουμε επανειλημμένα  επισημάνει ότι η κρίση στον αγροτικό τομέα προϋπήρξε της οικονομικής κρίσης και σ’αυτό δεν υπήρξε ποτέ αντίλογος. Θα σας δώσουμε ορισμένα κρίσιμα στοιχεία για να έχετε μία συνοπτική εικόνα. Μείωση του αγροτικού εισοδήματος στο διάστημα της πενταετίας 2005 – 2009, σημαντική απώλεια στην αξία της φυτικής κυρίως παραγωγής (κατά 15% αθροιστικά), μεγάλη πτώση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της αγροτικής παραγωγής (κατά 21% αθροιστικά), καθήλωση των τιμών διάθεσης των αγροτικών προϊόντων σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα, συνεχές άνοιγμα της ψαλίδας παραγωγού – καταναλωτή, “ελληνοποίηση” των διατροφικών προϊόντων, μείωση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στον αγροτικό τομέα, στασιμότητα των επενδύσεων. Σε αυτά, πρέπει να προσθέσουμε την επί σειρά ετών άνιση μεταχείριση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του πρωτογενούς τομέα έναντι των άλλων τομέων της οικονομίας, η οποία δυστυχώς συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της ύφεσης στην οικονομία, στο επίπεδο της χρηματοδότησης, η οποία γίνεται όλο και πιο δυσχερής, ενώ το κόστος του χρήματος συνεχώς ακριβαίνει (υπενθυμίζω ότι οι επιχειρήσεις του τομέα της γεωργίας απορροφούν μόλις το 1,7% του συνόλου των δανείων, έναντι του 20,8% του εμπορίου, του 20% της βιομηχανίας, του 13,5% της ναυτιλίας, του 8,4% των κατασκευών, του 5,7% του τουρισμού).  Αλλά η άνιση μεταχείριση διατηρείται και στο επίπεδο της στήριξης (ενδεικτικά, οι επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα εξαιρούνται από πρόσφατα προγράμματα του Ταμείου Εγγυοδοσίας), απόλυτα αναγκαίας μετά και τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων δανεισμού.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η αγροτική οικονομία δέχεται τρεις βασικές επιρροές. Η πρώτη έχει ήδη αναφερθεί και είναι εκείνη που αναφέρεται στις επιπτώσεις από την παγκοσμιοποίηση, που λειτουργεί χωρίς όρους και κανόνες. Η δεύτερη επιρροή προέρχεται από την ΚΑΠ, της οποίας το ισοζύγιο μπορεί μεν να φαίνεται θετικό, με τη στενή έννοια των αριθμών, αλλά στη πράξη είναι σαφώς αρνητικό γιατί αποπροσανατόλισε τον Έλληνα αγρότη από την αγορά επιδοτώντας τον όγκο παραγωγής για 25 και πλέον χρόνια. Η τρίτη επιρροή προέρχεται από την αγορά, η οποία εδώ και χρόνια λειτουργεί ασύδοτα, χωρίς να φαίνεται κάποια θετική πρωτοβουλία ή εξέλιξη μέχρι και σήμερα.
Σε ότι αφορά την πρώτη αρνητική επιρροή, αυτό που οφείλουμε να κάνουμε ως χώρα, αλλά και ως Ευρωπαϊκή Ένωση, πέραν των πολιτικών προϋποθέσεων που ανέφερα νωρίτερα, είναι να πάψουμε να είμαστε ενδοτικοί και να γίνουμε απαιτητικοί σε ότι αφορά τα οικονομικά μας σύνορα, αλλά κυρίως απαιτώντας  τις προϋποθέσεις που τίθενται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος, για την ποιότητα, την υγιεινή και την ασφάλεια των τροφίμων, πρέπει να είναι περισσότερο ευδιάκριτες, εφαρμόσιμες και ελέγξιμες όσον αφορά σε αγροτικά προϊόντα τρίτων χωρών.
Σε ότι αφορά στην ΚΑΠ και επειδή το ζήτημα παραμένει επίκαιρο σε σχέση με το μέλλον της μετά το 2013, που βρίσκεται σε διαβούλευση, επισημαίνουμε τα εξής:

  • Είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρχει μια ισχυρή ΚΑΠ επαρκώς χρηματοδοτούμενη με ουσία και περιεχόμενο και στα τρία γράμματά της και Κοινή και Αγροτική και Πολιτική
  • Πρέπει να διατηρηθούν και μετά το 2013 ως κύριοι στόχοι της ΚΑΠ η διασφάλιση δίκαιου εισοδήματος για τους γεωργούς και προσιτών τιμών για τους καταναλωτές
  • Η κατανομή των άμεσων ενισχύσεων οφείλει να γίνει στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των κρατών μελών, τη σύγκλιση και τη συνοχή και να μην υπακούει στην ισοπεδωτική λογική της ανακατανομής των ενισχύσεων μεταξύ των κρατών μελών
  • Η διατήρηση και η περαιτέρω ενίσχυση των μέτρων αγοράς είναι επιβεβλημένη, δεδομένης της αυξανόμενης αστάθειας των τιμών και των γεωργικών αγορών
  • Η αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή, η βιοπικοιλότητα και η διαχείριση των υδάτινων πόρων, βαίνουν πέραν της ΚΑΠ και εξυπηρετούν πολλαπλούς στόχους πολιτικής και, συνεπώς, η χρηματοδότησή τους θα πρέπει να αναζητηθεί μέσω και άλλων ευρωπαϊκών εργαλείων
  • Πάντως επειδή το ζήτημα θα παραμένει επίκαιρο για το επόμενο διάστημα σε σχέση με το μέλλον της ΚΑΠ μετά το 2013, οφείλεται να ισχύσουν τρία σημαντικά ζητήματα:


α) Βεβαίως οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τις στρεβλώσεις του παρελθόντος.
β) Η ΚΑΠ μετά το 2013 θα πρέπει να έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα ως προς τους πόρους, σε σχέση με το ανθρώπινο κεφάλαιο και όχι την ισοπεδωτική λογική του μέσου όρου μεταξύ των κρατών μελών. Για να είμαστε σαφείς οφείλεται να προσδιοριστούν όρια (κατώφλια και οροφές στα κέρδη και τις ζημιές των κρατών μελών) καθώς επίσης και ανώτατο όριο κατανομής των ενισχύσεων, το οποίο θα προσδιορίζουν τα κράτη μέλη, προσβλέποντας οπωσδήποτε στη κοινωνική και οικονομική σύγκλιση των Περιφερειών (εδώ θα ήθελα να ανοίξω μια σύντομη παρένθεση εκτιμώντας βάσιμα αυτό που μας επιφυλάσσει η αναθεώρηση της ΚΑΠ όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη χώρα μας. Πρόκειται για απώλεια εισροών για τους αγρότες της τάξεως του 30%).
γ) Είναι απόλυτα αναγκαίο να γίνει η ΚΑΠ λιγότερο διοικητική και γραφειοκρατική, εάν θέλουμε πραγματικά να είναι αποτελεσματική ως προς τους στόχους, που είναι η ποιότητα και το περιβάλλον. Και εδώ όλοι συμφωνούμε.
Σε ότι αφορά την τρίτη επιρροή, που είναι η αγορά, θα αναφερθώ αναλυτικά στη συνέχεια. Θεωρώ ωστόσο αναγκαίο να δώσω κάποια χρήσιμα στοιχεία για το κομμάτι της αγροτικής οικονομίας.
Αν προσέξατε στην πρόσφατη παρουσίαση της Έκθεσης της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, θα διαπιστώσετε ότι στην κρίση περισσότερο ανθεκτικός είναι ο τομέας των τροφίμων, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την αγροτική παραγωγή. Δικαιώνεται συνεπώς – και από μία άλλη πλευρά, η θέση μας για τον προσανατολισμό της γεωργίας στο διατροφικό πρότυπο.
Υπάρχουν βέβαια και ορισμένα άλλα δεδομένα, τα οποία ενισχύουν την ανάγκη στήριξης του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας. Να σημειωθεί ότι ο αγροτικός τομέας απασχολεί σήμερα το 11% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας, ενώ σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010 καταγράφεται αισθητή αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων (κατά 6,1%), συνεχίζοντας μία τάση που ξεκίνησε από το 2008. Η τάση αυτή συνδέεται  με τον αυξημένο αριθμό των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας που ξεκινούν από τον αγροτικό τομέα, αλλά και με τη μετακίνηση εργαζομένων από άλλους τομείς (κατασκευές, τουρισμός κ.α).
Οφείλουμε να επισημάνουμε  τη συμβολή και την προσφορά του πρωτογενούς τομέα,  όπου αποκτά ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία σε ορισμένες Περιφέρειες, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας, με σημαντική απόσταση σε σχέση με το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα. Χαρακτηριστικά, στην Κεντρική Μακεδονία, ο πρωτογενής τομέας καλύπτει (το 2008) το 20,3% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της, στη Θεσσαλία το 11,9%, στη Δυτική Ελλάδα το 11,2%, στην Κρήτη το 9,8%, στη Στερεά Ελλάδα το 9,6%, στην Πελοπόννησο το 9,4%, στην Ανατ. Μακεδονία και Θράκη το 8,4%.
Εξάλλου, ο αγροτικός τομέας αποτελεί βασικό τροφοδότη σειράς προϊόντων και υπηρεσιών ιδιαίτερης σημασίας για τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών, η οποία, όπως είναι γνωστό, αποτελεί σταθερά τον κινητήριο μοχλό της μεταποίησης, καθώς παράγει το 25,2% της συνολικής προστιθέμενης αξίας και απασχολεί το 22,2% των απασχολουμένων του τομέα αυτού. Σημαντική επίσης κρίνεται η συνεισφορά των αγροτικών προϊόντων στο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την πενταετία 2005-2009 τα αγροτικά προϊόντα αποτελούσαν, κατά μέσο όρο, το 24% της αξίας των συνολικών εξαγωγών της χώρας, παρουσιάζοντας σχετική σταθερότητα, τόσο ως προς το μέγεθος, όσο και ως προς τον προορισμό τους (κατά 70% σε χώρες της Ε.Ε.). Πάνω από όλα η γεωργία εξασφαλίζει και εγγυάται τη διατροφική επάρκεια της χώρας. Ακόμη και να πτωχεύσει η χώρα, ο ελληνικός λαός δε θα πεινάσει.
Για αυτό, κατά την άποψή μας, οι πραγματικά παραγωγικοί τομείς, όπως αυτός του  πρωτογενούς τομέα, θα πρέπει να αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες στους οποίους οφείλει να στηριχθεί η νέα ανάπτυξη, παρέχοντάς τους απόλυτη προτεραιότητα σε μετρήσιμα ανταποδοτικά αποτελέσματα σε σχέση με τους διατιθέμενους δημόσιους πόρους.
Στο πλαίσιο αυτό, το πρότυπο ανάπτυξης, πρέπει να στηρίζεται σε αποκεντρωμένες πολιτικές, που αναδεικνύουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τομέα, που συμβάλλουν στην ανάδειξη και την ενίσχυση της ποιότητας των αγροτικών διατροφικών προϊόντων, που συμβαδίζουν με την προστασία του περιβάλλοντος και τη συνδέουν με τη στήριξη τουριστικών υπηρεσιών και την προσφορά προϊόντων ποιότητας και υγιεινής διατροφής, που αξιοποιούν τα οφέλη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που επενδύουν στην παιδεία, την εκπαίδευση, την καινοτομία και την τεχνογνωσία, στις νέες τεχνολογίες, που τελικά αποβλέπουν σε νέες θέσεις εργασίας.
Όμως εδώ θα ήθελα να εκφράσω τις επιφυλάξεις μου και τις διαφωνίες μου, με το βασικό κορμό της κυβερνητικής πολιτικής που εστιάζεται στη πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων. Όταν το Υπουργείο Γεωργίας (ορισμός προτιμότερος από εκείνο της Αγροτικής Ανάπτυξης) χάνει την πολιτική διαχείρισης του νερού (του οποίου η κατανάλωση κατά 85% αφορά στο νερό άρδευσης) τη διαχείριση των δασών (που αποτελούν συνέχεια του αγροτικού περιβάλλοντος), όταν χάνει τη διαχείριση της αλιείας, όταν χάνει τον έλεγχο των τροφίμων (από την πλευρά της παραγωγής και της αγοράς, δηλαδή αδυνατεί να παρακολουθήσει την πορεία από το χωράφι στο ράφι), τότε είναι σαφές ότι δεν πορευόμαστε σε μία περίοδο συνεκτικής πολιτικής. Αντίθετα, βαδίζουμε σε μία πορεία με αποκλίνουσες πολιτικές, αλλά και απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες.
2. Αγορά
Η αντιμετώπιση της παντελούς έλλειψης κανόνων λειτουργίας στην αγορά, η αδιαφάνεια των συναλλαγών και η κερδοσκοπία, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της σημερινής της λειτουργίας.
Καμία από τις προτάσεις μας για την αντιμετώπιση της παντελούς έλλειψης κανόνων λειτουργίας στην αγορά, της αδιαφάνειας των συναλλαγών και της κερδοσκοπίας δεν έχει μέχρι σήμερα αντιμετωπιστεί. Δεν έχει υιοθετηθεί η καθιέρωση ενός και μοναδικού τιμολογίου από τις αλυσίδες λιανικής πώλησης, στο οποίο πρέπει να ενσωματώνεται η αρχική τιμή και οι εκπτώσεις. Oύτε, βέβαια, έχει αντιμετωπιστεί η καθυστέρηση των πληρωμών των προμηθευτών από τις μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης τροφίμων, κατά παράβαση της σχετικής Κοινοτικής Οδηγίας και του υφιστάμενου εθνικού πλαισίου. Οι προμηθευτές, οι αγρότες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις τους, βρίσκονται κυριολεκτικά έρμαιοι του ασκούμενου οικονομικού εκβιασμού, της νόθευσης του ανταγωνισμού, των συνεπειών της οικονομικής ασφυξίας και της πολύμηνης καθυστέρησης των πληρωμών. Παράλληλα, μεγεθύνεται συνεχώς το “καθεστώς” της ελληνοποίησης των προϊόντων, που υπονομεύει την εγχώρια παραγωγή.
Πρέπει επιτέλους να καθιερώσουμε ενιαία συστήματα διαφάνειας, έχοντας ως κύρια εργαλεία την ιχνηλασιμότητα (που αποτελεί μοναδική ασπίδα προστασίας από τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τις ελληνοποιήσεις), την πιστοποίηση ως σύστημα ανάδειξης της προστιθέμενης αξίας, αλλά και τον έλεγχο της διακίνησης των προϊόντων με ισότιμη φορολογική βάση και με υγιή ανταγωνισμό.
Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η πρόσφατη θεσμοθέτηση του μητρώου αγροτών, αποτελεί μεν μία θετική πρωτοβουλία, αλλά δεν έχει μέχρι σήμερα αντιμετωπιστεί η δημιουργία ενός σύγχρονου μητρώου εμπόρων-διακινητών διατροφικών προϊόντων, σε όλους τους κλάδους της αγροτικής παραγωγής, με ανάπτυξη και εφαρμογή σύγχρονης βάσης δεδομένων που παρακολουθείται και επικαιροποιείται. Δεν αρκεί η απλή καταγραφή. Αυτό που απαιτείται είναι ο προσδιορισμός των προϋποθέσεων και των κριτηρίων (κεφάλαια, εγγυήσεις, υποδομή) για την έκδοση και την ανανέωση της άδειας λειτουργίας τους. Οφείλεται, επίσης, να κατανοηθεί ότι η αντιμετώπιση της ανισορροπίας στην εφοδιαστική αλυσίδα από την υπερσυγκέντρωση των μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης, πρέπει να συνδεθεί και με μέτρα προνομιακής στήριξης των μικρών δικτύων.
Παρόλα αυτά το σημερινό αγροτικό εισόδημα διαμορφώνεται (το 2009) κατά 62% από την αγορά και κατά 38% από τις ενισχύσεις. Εάν μάλιστα συνυπολογιστεί και το εισόδημα των επιχειρήσεων του αγροτικού τομέα αλλά και το εισόδημα των αγροτών του κανονικού καθεστώτος, που δυστυχώς δεν έχουμε διαθέσιμα στοιχεία, υπολογίζουμε ότι η σχέση αυτή θα είναι στην αναλογία 65 προς 35%. Οφείλω όμως εδώ να τονίσω τις επιφυλάξεις μας για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, την οποία λίαν επιεικώς, μπορώ να τη χαρακτηρίσω σιωπής, ή αδράνειας.
Οφείλω συνεπώς να τονίσω τις επιφυλάξεις μας για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική.
3. Αγροτικοί Συνεταιρισμοί
Εδώ τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. Είναι γνωστό ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ακολουθήσαμε ένα μοντέλο – και δεν γνωρίζω αν υπάρχει κάτι αντίστοιχο, που κυρίως χαρακτηρίστηκε από τον κρατισμό, αλλά και από τον κομματισμό. Περίοδος που διάρκεσε μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 90.
Αλλά εκείνο που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία σε σχέση με τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς είναι το έλλειμμα παιδείας και η δυσκολία να απαντηθεί το ερώτημα τι είναι πραγματικά ο Αγροτικός Συνεταιρισμός. Το ερώτημα αυτό, που απαντήθηκε στις δυτικές κοινωνίες από τα μέσα του 19ου αιώνα (από την ίδρυση του πρώτου συνεταιρισμού, του Ροτσντέιλ, στην Αγγλία το 1844) προσπαθούμε στη χώρα μας, μόλις τις δύο τελευταίες δεκαετίες, να το κατακτήσουμε ως συλλογική συνείδηση.
Βρισκόμαστε ακόμα στη συζήτηση του αυτονόητου. Δηλαδή της ανάγκης να κατανοήσουμε ότι οι αγροτικοί συνεταιρισμοί αποτελούν συλλογικές επιχειρήσεις.
Πριν από λίγους μήνες (τον Απρίλιο του 2010) δώσαμε στη δημοσιότητα ένα ολοκληρωμένο κείμενο θέσεων πολιτικής της ΠΑΣΕΓΕΣ για την ανασυγκρότηση των αγροτικών συνεταιρισμών, που προσδιορίζει με σαφήνεια τους όρους και τις προϋποθέσεις για το σχεδιασμό και το προγραμματισμό της αναγκαίας ανασυγκρότησής τους.
Παρά το γεγονός της κοινοποίησης του κειμένου αυτού εδώ και αρκετό καιρό, μέχρι σήμερα δεν έχουμε πάρει απάντηση. Απάντηση  ούτε από την Κυβέρνηση, η οποία μέχρι πρόσφατα συζητούσε για τους λεγόμενους συνεταιρισμούς νέας γενιάς, ούτε από τα άλλα πολιτικά κόμματα, τα οποία τηρούν ηχηρή σιωπή, προκαλώντας τον προβληματισμό μας. Εμείς έχουμε πει ότι θέλουμε τους αγροτικούς συνεταιρισμούς με πραγματικά μέλη, είτε αυτά είναι φυσικά πρόσωπα, ή είναι νομικά πρόσωπα. Που θα λειτουργούν με όλες τις αρχές της σύγχρονης επιχειρηματικότητας. Βασικός στόχος στο νέο ξεκίνημα που θα γίνει θα είναι η αποκατάσταση του κύρους του θεσμού, μέσα από ένα αξιόπιστο και φερέγγυο ελεγκτικό σύστημα.
Θέλω με την ευκαιρία αυτή να απευθυνθώ για μία ακόμη φορά στους συναδέλφους και να τονίσω ότι το μοντέλο των Ενώσεων με συνεταιρισμούς σφραγίδες, με ανενεργά μέλη, ή με εγγεγραμμένα μέλη με την τυπική έννοια των συσχετισμών, θα έπρεπε να το έχουμε εγκαταλείψει από καιρό. Και θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι το μοντέλο αυτό έφτασε πλέον στα όρια της αντοχής του.
Είναι συνεπώς απόλυτα αναγκαίο να ολοκληρωθεί σύντομα το νέο θεσμικό πλαίσιο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, ώστε να πορευτούμε σε ένα νέο μοντέλο και για να συμφωνήσουμε μέτρα και πολιτικές για τη μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο, χωρίς να βρεθούν εκτός παραγωγικής διαδικασίας κρίσιμες μονάδες. Είναι έτσι αναγκαία η ίδρυση ενός φορέα ανασυγκρότησης των συνεταιριστικών επιχειρήσεων στις περιοχές αυτές, ώστε να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο στη χρηματοοικονομική διαχείριση και στις συναλλαγές τους με τις τράπεζες.
Ο ρόλος των αγροτικών συνεταιρισμών πρέπει να συνδέεται όχι μόνο με την αγροτική παραγωγή, αλλά με τη μεταποίηση των προϊόντων και με τη τοποθέτησή τους στο ράφι. Να συνδέεται με όλα τα ζητήματα της αγοράς.  Αν λοιπόν δεν  ξαναχτίσουμε ένα ρωμαλέο συνεταιριστικό κίνημα, ούτε την αγροτική οικονομία θα ανατάξουμε, ούτε την αγορά θα εξισορροπήσουμε.
Με  την ευκαιρία, πρέπει για μία ακόμα φορά να τονιστεί ότι τόσο τα δάνεια των αγροτών όσο και εκείνα των αγροτικών συνεταιρισμών έχουν μικρή συμβολή στην αρνητική θέση της ΑΤΕ, πραγματικά ασήμαντη σε σχέση με τις επισφαλείς απαιτήσεις των άλλων δραστηριοτήτων της. 
Και βέβαια θέλω να απαντήσω προκαταβολικά στην άποψη ότι αυτά δεν γίνονται, παραπέμποντας ως παράδειγμα στους αγροτικούς συνεταιρισμούς ορισμένων μικρών χωρών (Σουηδία, Δανία, Φιλανδία, Ολλανδία), που επηρεάζουν, όχι μόνο τη δική τους αγορά, αλλά και εκείνη στο επίπεδο της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας ακόμη αγοράς. Άφθονα εξάλλου παραδείγματα επιτυχημένης λειτουργίας των συνεταιρισμών έχουμε και στη χώρα μας.
Και εδώ οφείλω επίσης να υπογραμμίσω, εκ νέου, την αδράνεια της κυβερνητικής πολιτικής.
Επίλογος
Αφού ανοίξαμε τη σημερινή συζήτηση με την οικονομική κρίση, θα ήταν χρήσιμο να την κλείσουμε με αυτή, τονίζοντας ότι η οικονομική κρίση, κατά την άποψή μας, μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με ένα τρόπο.
Με την παραγωγή νέου πλούτου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να διορθωθούν οι πολλές στρεβλώσεις που υπάρχουν. Στο όνομα ωστόσο της διόρθωσης των στρεβλώσεων, θεωρώ αδιανόητο τον κανιβαλισμό μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Και αν δεν συνετιστούμε ως προς τις επιπτώσεις του κανιβαλισμού αυτού είναι βέβαιο ότι θα έχουμε εξαιρετικά δυσάρεστες εξελίξεις.
Κάθε κοινωνικός και οικονομικός εταίρος της χώρας οφείλει να συμβάλλει, με την δική του οπτική γωνία, στο στόχο παραγωγής νέου πλούτου. Εμείς λέμε στα μέλη μας τα εξής:
α) Συνεχίστε να παράγετε. Μη κάνετε το λάθος να εγκαταλείψετε την παραγωγή.
β) Να παράγετε όσο το δυνατό περισσότερα προϊόντα, από εκείνα που ζητά η αγορά και ο καταναλωτής.
γ) Να παράγετε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, που ενσωματώνουν κανόνες υγιεινής και ασφάλειας των προϊόντων, αλλά και το περιβάλλον.
δ) Να μην πετάτε τίποτε. Κανένα υποπροϊόν να μην εγκαταλείπεται. Όλα είναι πλούτος και οφείλουμε άμεσα να κατανοήσουμε τη σημασία κάθε αξίας που συνδέεται με την αγροτική παραγωγή. 
Κυρίες και κύριοι,
Μπροστά σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα οι ευθύνες όλων μας είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Έχοντας σαν ισχυρό όπλο τις εμπειρίες από το παρελθόν καλούμαστε σήμερα όλοι μας να σχεδιάσουμε και εφαρμόσουμε πολιτικές, να δούμε και να ξαναδούμε από μηδενική βάση κάποια πράγματα, να επαναπροσδιορίσουμε στόχους και δράση προκειμένου να αναχαιτίσουμε και γιατί όχι να αντιστρέψουμε αυτή την κατάσταση. Για να συμβεί κάτι τέτοιο επιβάλλεται οι πολιτικοί  να ανακτήσουν την αξιοπιστία τους και να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών με έργα και όχι με λόγια.
Με όλα τα προβλήματα και είναι πολλά, ο ανοικτός κόσμος είναι σαφώς καλύτερος από τον κόσμο των κλειστών συνόρων αρκεί:
α) να σταματήσει ο ενδοθεσμικός πόλεμος και ο κανιβαλισμός μεταξύ των κοινωνικών ομάδων που μας έχουν επιβάλει τα κάθε λογής κέντρα εξουσίας
β) να παράγουμε νέο πλούτο, αλλά και να μη σπαταλάμε τον πλούτο που έχουμε και
γ) να δρούμε συλλογικά και όχι ατομικά

 

Πρόγραμμα «ΟΙΝΟΓΝΩΣΙΑ»

Επιστημονική Συνεδρία

Ημερίδα για τον Αττικό αμπελώνα

19/12/2022

Εισήγηση Μάρκου Χρήστου, Προέδρου της ΚΕΟΣΟΕ

Εισήγηση Κ. Μπινιάρη, Αναπληρ. Καθηγήτρια ΓΠΑ

Εισήγηση Δ. Γραμματικού, ΥΠΑΑΤ

Εισήγηση Σ. Γεωργάκη, Πρόεδρος ΑΟΣ Κορωπίου


Κλωνική επιλογή στην ελληνική αμπελουργία

Οι παρουσιάσεις των εισηγητών και των παρεμβάσεων στην Επιστημονική Συνεδρία που διοργάνωσε η ΚΕΟΣΟΕ σε συνεργασία με τα Εργαστήρια Αμπελολογίας του Γ.Π.Α. και Αμπελουργίας του Α.Π.Θ. στο Γεωπονικό Παν. Αθηνών, στις 14 Φεβρουαρίου 2020

Εισήγηση Ν. Νικολάου Καθηγητή ΑΠΘ

Εισήγηση Κ. Μπινιάρη Επίκ. Καθηγήτρια ΓΠΑ

Εισήγηση Μ. Σταυρακάκη Ομότ. Καθηγητή ΓΠΑ

Παρέμβαση Ε. Χρυσικοπούλου

Παρέμβαση Ν. Δάλπη

Oι 7 συνεταιριστικές αρχές

Ισολογισμός 2014

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ

στις 10/12/2012

ΑΓΟΡΑ - ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΦΥΤΕΥΣΗΣ

ΔEITE TO VIDEO

Δείτε τα πρακτικά της ημερίδας:

Hμερίδα Castelmaure

Συνδεδεμένοι Xρήστες

Έχουμε 402 επισκέπτες συνδεδεμένους